- Σιληνόκοσμος
- Σῑληνόκοσμος, ὁ, title of official in a Dionysiac thiasos, AJA37.244 (Latium, ii A.D., Σειλ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιληνόκοσμος — ὁ, Α τίτλος αξιωματούχου στον διονυσιακό θίασο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σιληνός + κόσμος (πρβλ. βοτρυό κοσμος)] … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek